φοινικηίου

φοινικηίου
φοινῑκηίου , φοινικήιος
of the datepalm
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Φοινικηίου — Φοινικηΐου , Φοινικήϊος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάδος — (I) ο (AM κάδος) κουβάς, ξύλινο ή μετάλλινο δοχείο για εναπόθεση, άντληση ή μεταφορά νερού ή άλλου υγρού («φοινικηΐου φ68οίνου κάδον», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. ξύλινο δοχείο για πήξιμο τυριού 2. ξύλινο βυτίο για ζύμωση γλεύκους 3. φρ. (μεταλργ.) «κάδος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”